παιγνιώδη

παιγνιώδη
παιγνιώδης
playfulness
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παιγνιώδης
playfulness
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
παιγνιώδης
playfulness
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • παιγνιήμων — και παιγνήμων, ον (ΑΜ) αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, φιλοπαίγμων*. επίρρ... παιγνιημόνως ή παιγνημόνως (Μ) με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιγνία + επίθημα μων, κατά τα επίθ. σε (η)μων που έχουν παραχθεί από ρήματα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • παιγνιαγράφος — παιγνιαγράφος, ὁ (Α) αυτός που γράφει παιγνιώδη, εύθυμα ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παίγνια + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • παιγνικός — παιγνικός, ή, όν (ΑΜ) [παίγνιον] μσν. αυτός που προσφέρεται για ψυχαγωγία αρχ. αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς. Επίρ. παιγνικῶς (Μ) 1. με παιγνιώδη τρόπο 2. χάριν αστεΐσμού …   Dictionary of Greek

  • παιγνιώδης — ες (Α παιγνιώδης, ῶδες) [παίγνιον] διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήρας («μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῑν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.). επίρρ... παιγνιωδώς (Α… …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”